- βαθμολόγος
- οαυτός που δίνει βαθμούς, αυτός που βαθμολογεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + -λόγος < λέγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθμολογώ — δίνω βαθμό, αξιολογώ με αριθμητική κλίμακα την επίδοση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
βαθμολόγιο — το βιβλίο ή κατάλογος όπου σημειώνονται οι βαθμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμολόγος. Ο τ. βαθμολόγιον μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
βαθμός — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια… … Dictionary of Greek